καρδιοστάλαχτος

καρδιοστάλαχτος
-η, -ο (Α καρδιοστάλακτος, -ον)
αυτός που στάζει από την καρδιά, θερμός, εγκάρδιος («φιλί... καρδιοστάλαχτο», Παλαμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”